Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀβλεψία
ἄβληρα
ἀβλής
ἀβλήτηρες
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρής
ἀβληχρός
ἀβλοπές
ἀβοαί
ἀβοατί
ἀβοηθησία
ἀβοήθητος
ἀβοηθί
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβολαία
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
View word page
ἀβοατί
ἀβοᾱτί, ἀβλέπτ-ατος, Dor. for ἀβοητί, -ητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβοατί
Headword (normalized):
ἀβοατί
Headword (normalized/stripped):
αβοατι
IDX:
123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀβοᾱτί</span>, <span class="orth greek">ἀβλέπτ-ατος</span>, Dor. for <span class="foreign greek">ἀβοητί, -ητος.</span> </div><br><br>'}