Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπογωνιόομαι
ἀποδαιμονίζει
ἀποδάκνω
ἀποδάκρῦσις
ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαπανάω
ἀποδάπτω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
ἀποδέδεγμαι
ἀποδεδειγμένως
ἀποδεδειλιακότως
View word page
ἀποδαρμός
ἀποδαρ-μός·
A). ingluvies, Gloss.


ShortDef

ingluvies

Debugging

Headword:
ἀποδαρμός
Headword (normalized):
ἀποδαρμός
Headword (normalized/stripped):
αποδαρμος
IDX:
12395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12396
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδαρ-μός·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ingluvies,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}