Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπογυναίκωσις
ἀπόγυον
ἀπογώνιον
ἀπογωνιόομαι
ἀποδαιμονίζει
ἀποδάκνω
ἀποδάκρῦσις
ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαπανάω
ἀποδάπτω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
ἀποδασμός
ἀπόδαστος
ἀποδαστύς
ἀποδατέομαι
ἀποδαυλίζω
ἀποδαψιλεύομαι
View word page
ἀποδάπτω
ἀποδάπτω,
A). = ἀποκόπτω , Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποδάπτω
Headword (normalized):
ἀποδάπτω
Headword (normalized/stripped):
αποδαπτω
IDX:
12392
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12393
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδάπτω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποκόπτω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}