Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπογράφω
ἀπόγυιοι
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
ἀπογύμνωσις
ἀπογυναίκωσις
ἀπόγυον
ἀπογώνιον
ἀπογωνιόομαι
ἀποδαιμονίζει
ἀποδάκνω
ἀποδάκρῦσις
ἀποδακρῦτικός
ἀποδακρύω
ἀποδαπανάω
ἀποδάπτω
ἀποδαρθάνω
ἀπόδαρμα
ἀποδαρμός
ἀποδάσμιος
View word page
ἀποδαιμονίζει
ἀποδαιμονίζει·
ἀποκαρτερεῖ ἐν τῷ ἐνθουσιᾶν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποδαιμονίζει
Headword (normalized):
ἀποδαιμονίζει
Headword (normalized/stripped):
αποδαιμονιζει
IDX:
12386
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12387
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποδαιμονίζει·</span> <span class="foreign greek">ἀποκαρτερεῖ ἐν τῷ ἐνθουσιᾶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}