Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόγνοια
ἀπογνώμων
ἀπογνώσιμος
ἀπόγνωσις
ἀπογνωστέον
ἀπογνωστής
ἀπογνωστικῶς
ἀπογομή
ἀπογομόω
ἀπογονή
Ἀπογονικός
ἀπόγονος
ἀπογραΐζω
ἀπογραφεύς
ἀπογραφή
ἀπόγραφος
ἀπογράφω
ἀπόγυιοι
ἀπογυιόω
ἀπογυμνάζω
ἀπογυμνόω
View word page
Ἀπογονικός
Ἀπογονικός
,
ὁ
(sc.
μήν
), name of a month in Cyprus,
Hemerolog.Flor.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Ἀπογονικός
Headword (normalized):
ἀπογονικός
Headword (normalized/stripped):
απογονικος
IDX:
12370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12371
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Ἀπογονικός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> (sc. <span class="foreign greek">μήν</span>), name of a month in Cyprus, <span class="title" style="font-style: italic;">Hemerolog.Flor.</span> </div><br><br>'}