Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγαλον
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπόγεμε
ἀπογεμίξομαι
ἀπογενεσία
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπογεύω
ἀπόγευσις
ἀπογεφυρόω
ἀπογηράσκω
ἀπογίγνομαι
View word page
ἀπογενεσία
ἀπογενεσία, , = sq., PMag.Par. 1.721 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπογενεσία
Headword (normalized):
ἀπογενεσία
Headword (normalized/stripped):
απογενεσια
IDX:
12338
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12339
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπογενεσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PMag.Par.</span> 1.721 </span>.</div><br><br>'}