Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγαλον
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπόγεμε
ἀπογεμίξομαι
ἀπογενεσία
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
ἀπογεόομαι
ἀπογεύω
ἀπόγευσις
ἀπογεφυρόω
View word page
ἀπόγεμε
ἀπόγεμε· ἄφελκε ( Cypr.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόγεμε
Headword (normalized):
ἀπόγεμε
Headword (normalized/stripped):
απογεμε
IDX:
12336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόγεμε·</span> <span class="foreign greek">ἄφελκε</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}