Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτισμός
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
ἀπόγαλον
ἀπόγειος
ἀπογεισόω
ἀπογείσωμα
ἀπόγεμε
ἀπογεμίξομαι
ἀπογενεσία
ἀπογένεσις
ἀπογεννάω
ἀπογέννημα
ἀπογέννησις
View word page
ἀπόγαλον
ἀπόγαλον
,
τό
,
A).
=
ἁβρότονον
, Ps.-
Dsc.
3.24
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόγαλον
Headword (normalized):
ἀπόγαλον
Headword (normalized/stripped):
απογαλον
IDX:
12332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12333
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόγαλον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἁβρότονον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.24 </span>.</div> </div><br><br>'}