Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄδεσμος
ἀδέσποτος
ἄδετος
ἀδετοχίτων
ἀδεύητος
ἀδευκής
ἀδέψητος
ἀδέω
ἀδῆ
ἀδήϊος
ἅδηκε
ἄδηκτος
ἀδηλέω
ἀδήλητος
ἀδηλία
ἀδηλοποιέω
ἀδηλοποιός
ἄδηλος
ἀδηλότης
ἀδηλόφλεβος
ἀδηλόω
View word page
ἅδηκε
ἅδηκε,
A). v. ἁνδάνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἅδηκε
Headword (normalized):
ἅδηκε
Headword (normalized/stripped):
αδηκε
IDX:
1232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1233
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἅδηκε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἁνδάνω</span> .</div> </div><br><br>'}