Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποβρόξαι
ἀποβροχή
ἀποβροχθίζω
ἀποβροχίζω
ἀποβροχισμός
ἀποβροχιστέον
ἀποβρύκω
ἀπόβρωμα
ἀποβύω
ἀποβώμιος
ἀπόγαιος
ἀπογαιόω
ἀπογαλακτίζω
ἀπογαλάκτισις
ἀπογαλακτισμός
ἀπογαλακτιστέον
ἀπογαλακτόομαι
ἀπογάλακτος
ἀπογαληνίζω
ἀπογαληνιόομαι
ἀπογαληνόομαι
View word page
ἀπόγαιος
ἀπόγαιος,
A). v. ἀπόγειος.


ShortDef

from land

Debugging

Headword:
ἀπόγαιος
Headword (normalized):
ἀπόγαιος
Headword (normalized/stripped):
απογαιος
IDX:
12321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12322
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόγαιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπόγειος.</span> </div> </div><br><br>'}