Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλυστάνω
ἀποβλύω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀπόβολον
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβοσκέω
ἀποβόσκομαι
ἀποβουκολέω
ἀποβουκολίζω
ἀόβρασμα
ἀοβρασμός
ἀοβράσσω
ἀπόβρεγμα
View word page
ἀπόβολον
ἀπόβολ-ον· ἀποβεβλημένον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόβολον
Headword (normalized):
ἀπόβολον
Headword (normalized/stripped):
αποβολον
IDX:
12297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόβολ-ον·</span> <span class="foreign greek">ἀποβεβλημένον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}