Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποβλέπω
ἀπόβλεψις
ἀπόβλημα
ἀποβλήσιμος
ἀπόβλησις
ἀποβλητέος
ἀποβλητικός
ἀπόβλητος
ἀποβλίττω
ἀποβλύζω
ἀποβλυστάνω
ἀποβλύω
ἀποβλώσκω
ἀποβολεύς
ἀποβολή
ἀποβολιμαῖος
ἀπόβολον
ἀποβόομαι
ἀποβορρότατος
ἀποβοσκέω
ἀποβόσκομαι
View word page
ἀποβλυστάνω
ἀπο-βλυστάνω, = foreg., πηγαὶ ἀ. ὕδωπ ib. 1.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποβλυστάνω
Headword (normalized):
ἀποβλυστάνω
Headword (normalized/stripped):
αποβλυστανω
IDX:
12291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-βλυστάνω</span>, = foreg., <span class="foreign greek">πηγαὶ ἀ. ὕδωπ</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg003:1:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4029.tlg003:1.11/canonical-url/"> 1.11 </a>.</div><br><br>'}