Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἄπλητος
ἄπλια
ἀπλίκιτον
ἁπλοδίσημος
ἁπλοειδής
ἅπλοθριξ
ἄπλοια
ἁπλοΐδιον
ἁπλοΐζομαι
ἁπλοϊκός
ἄπλοιοι
ἁπλοΐς
ἀπλόκαμος
ἄπλοκος
Ἁπλοκύων
ἁπλόος
ἄπλοος
ἁπλοπαθής
ἁπλός
ἁπλοσύνη
ἁπλοσχήμων
View word page
ἄπλοιοι
ἄπλοιοι· οἱ μὴ δυνάμενοι πλεῖν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄπλοιοι
Headword (normalized):
ἄπλοιοι
Headword (normalized/stripped):
απλοιοι
IDX:
12205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12206
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄπλοιοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ μὴ δυνάμενοι πλεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}