Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπλάνεια
ἀπλανῆ
ἀπλανής
ἀπλανησία
ἀπλάνητος
ἄπλαντα
ἀπλαστία
ἄπλαστος
ἀπλατής
ἄπλατος
ἀπλέητον
ἀπλεκής
ἄπλεκτος
ἀπλεόναστος
ἀπλεονέκτητος
ἀπλετομεγέθης
ἄπλετος
ἄπλευρος
ἄπλευστος
ἀπληγής
ἀπλήγιος
View word page
ἀπλέητον
ἀπλέητον· ἀπροσπέλαστον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπλέητον
Headword (normalized):
ἀπλέητον
Headword (normalized/stripped):
απλεητον
IDX:
12170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12171
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπλέητον·</span> <span class="foreign greek">ἀπροσπέλαστον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}