Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπλαγιάστως
ἄπλαγκτος
ἀπλαῖ
ἀπλακέω
ἀπλάκουντος
ἀπλάνεια
ἀπλανῆ
ἀπλανής
ἀπλανησία
ἀπλάνητος
ἄπλαντα
ἀπλαστία
ἄπλαστος
ἀπλατής
ἄπλατος
ἀπλέητον
ἀπλεκής
ἄπλεκτος
ἀπλεόναστος
ἀπλεονέκτητος
ἀπλετομεγέθης
View word page
ἄπλαντα
ἄπλαντα· ῥυπαρά, Hsch. (leg. ἄπλυντα).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἄπλαντα
Headword (normalized):
ἄπλαντα
Headword (normalized/stripped):
απλαντα
IDX:
12165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12166
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄπλαντα·</span> <span class="foreign greek">ῥυπαρά,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">ἄπλυντα</span>).</div><br><br>'}