Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπίσωσις
ἀπιτέον
ἀπίτευτος
ἀπίτης
ἀπιτητέον
ἀπιχθυόομαι
ἄπιχθυς
ἀπίων
ἀπλαγιάστως
ἄπλαγκτος
ἀπλαῖ
ἀπλακέω
ἀπλάκουντος
ἀπλάνεια
ἀπλανῆ
ἀπλανής
ἀπλανησία
ἀπλάνητος
ἄπλαντα
ἀπλαστία
ἄπλαστος
View word page
ἀπλαῖ
ἀπλαῖ, v. sub ἁπλοῦς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπλαῖ
Headword (normalized):
ἀπλαῖ
Headword (normalized/stripped):
απλαι
IDX:
12157
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12158
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπλαῖ</span>, v. sub <span class="foreign greek">ἁπλοῦς.</span> </div><br><br>'}