Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἄπηκτος
ἀπηλγημένως
ἀπηλεγέω
ἀπηλεγέως
ἀπηλιαστής
ἀπηλιθιόομαι
ἀπῆλιξ
ἀπηλιώτης
ἀπηλιωτικός
ἀπηλλαρμένως
ἀπηλλάζεις
ἀπήμαντος
ἀπήμβροτον
ἀπημελημένως
ἀπήμιος
ἀπημονία
ἀπημοσύνη
ἀπήμων
ἀπηναῖος
ἀπήνεια
ἀπήνεμος
View word page
ἀπηλλάζεις
ἀπηλλάζεις·
ἀπηλλαγμένος ἔση,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπηλλάζεις
Headword (normalized):
ἀπηλλάζεις
Headword (normalized/stripped):
απηλλαζεις
IDX:
12062
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12063
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπηλλάζεις·</span> <span class="foreign greek">ἀπηλλαγμένος ἔση,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}