Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεωστόν
ἀπηγέομαι
ἀπηγορέομαι
ἀπηγόρευμα
ἀπηγόρημα
ἀπηγορία
ἀπήδαλος
ἀπηθέω
ἀπήθημα
ἀπηθητέον
ἀπήκει
ἀπήκοος
ἀπηκριβωμένως
ἄπηκτος
ἀπηλγημένως
ἀπηλεγέω
ἀπηλεγέως
ἀπηλιαστής
ἀπηλιθιόομαι
ἀπῆλιξ
ἀπηλιώτης
View word page
ἀπήκει
ἀπήκει· ἀπέχει, ἢ εἰς ὀξὺ συνάγει, Hsch. ἀπηκολλύρισεν· ἐν τῷ παραβεβλῆσθαι ἀπέστροφε ( Lacon.), Id.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπήκει
Headword (normalized):
ἀπήκει
Headword (normalized/stripped):
απηκει
IDX:
12049
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12050
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπήκει·</span> <span class="foreign greek">ἀπέχει, ἢ εἰς ὀξὺ συνάγει,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <span class="orth greek">ἀπηκολλύρισεν·</span> <span class="foreign greek">ἐν τῷ παραβεβλῆσθαι ἀπέστροφε</span> ( Lacon.), Id.</div><br><br>'}