Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπέχθομαι
ἀπεχθρεύω
ἀπεχθρῶς
ἀπέχω
ἀπεψία
ἀπέψω
ἀπέωσε
ἀπεωστόν
ἀπηγέομαι
ἀπηγορέομαι
ἀπηγόρευμα
ἀπηγόρημα
ἀπηγορία
ἀπήδαλος
ἀπηθέω
ἀπήθημα
ἀπηθητέον
ἀπήκει
ἀπήκοος
ἀπηκριβωμένως
ἄπηκτος
View word page
ἀπηγόρευμα
ἀπηγόρ-ευμα· ἀπολόγημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπηγόρευμα
Headword (normalized):
ἀπηγόρευμα
Headword (normalized/stripped):
απηγορευμα
IDX:
12042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπηγόρ-ευμα·</span> <span class="foreign greek">ἀπολόγημα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}