Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
ἀπευήκασιν
ἀπευθανατίζω
ἀπευθής
ἀπευθυνσις
ἀπευθυντέον
ἀπευθύνω
ἄπευκος
ἀπευκταῖος
ἀπευκτικός
ἀπευκτός
ἀπεύλογον
ἀπευλυτέω
ἀπευνάζω
ἄπευστος
ἀπευτακτέω
ἀπευτελεῖσθαι
ἄπευτος
ἀπευφημέω
ἀπευφημισμός
View word page
ἀπευκτικός
ἀπευκτ-ικός
,
ή
,
όν
,
A).
deprecatory,
ὕμνοι
Men.Rh.
p.342S.
ShortDef
deprecatory
Debugging
Headword:
ἀπευκτικός
Headword (normalized):
ἀπευκτικός
Headword (normalized/stripped):
απευκτικος
IDX:
12002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-12003
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπευκτ-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deprecatory,</span> <span class="foreign greek">ὕμνοι</span> Men.Rh.<span class="bibl"> p.342S. </span> </div> </div><br><br>'}