Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπεσσούα
ἀπεσσύμεθα
ἀπεστύς
ἀπεστώ
ἀπεσχαρόω
ἀπεσχαρωτικός
ἀπέτηλος
ἄπετρος
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
ἀπευήκασιν
ἀπευθανατίζω
ἀπευθής
ἀπευθυνσις
ἀπευθυντέον
ἀπευθύνω
ἄπευκος
ἀπευκταῖος
ἀπευκτικός
ἀπευκτός
ἀπεύλογον
View word page
ἀπευήκασιν
ἀπευήκασιν
:
ἐξηραμμέναι εἰσίν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπευήκασιν
Headword (normalized):
ἀπευήκασιν
Headword (normalized/stripped):
απευηκασιν
IDX:
11994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11995
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπευήκασιν</span>: <span class="foreign greek">ἐξηραμμέναι εἰσίν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}