Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπέρωτος
ἄπες
ἄπεσθαι
ἀπεσθέομαι
ἀπεσθίω
ἀπεσκής
ἀπέσκληκα
ἀπεσκληρυμμένως
ἀπεσσία
ἀπεσσούα
ἀπεσσύμεθα
ἀπεστύς
ἀπεστώ
ἀπεσχαρόω
ἀπεσχαρωτικός
ἀπέτηλος
ἄπετρος
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
ἀπευήκασιν
ἀπευθανατίζω
View word page
ἀπεσσύμεθα
ἀπεσσύμεθα, ἀπερί-συτο, Ep. sync. aor. Pass. of ἀποσεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεσσύμεθα
Headword (normalized):
ἀπεσσύμεθα
Headword (normalized/stripped):
απεσσυμεθα
IDX:
11985
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11986
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεσσύμεθα</span>, <span class="orth greek">ἀπερί-συτο</span>, Ep. sync. aor. Pass. of <span class="foreign greek">ἀποσεύω.</span> </div><br><br>'}