Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερωέω
ἀπερωπός
ἀπέρωτος
ἄπες
ἄπεσθαι
ἀπεσθέομαι
ἀπεσθίω
ἀπεσκής
ἀπέσκληκα
ἀπεσκληρυμμένως
ἀπεσσία
ἀπεσσούα
ἀπεσσύμεθα
ἀπεστύς
ἀπεστώ
ἀπεσχαρόω
ἀπεσχαρωτικός
ἀπέτηλος
ἄπετρος
ἀπευδιασμός
ἀπευδοκιμῶ
View word page
ἀπεσσία
ἀπεσσία,=ἄφεσις, Hsch. (dub.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεσσία
Headword (normalized):
ἀπεσσία
Headword (normalized/stripped):
απεσσια
IDX:
11983
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11984
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεσσία</span>,=<span class="foreign greek">ἄφεσις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (dub.).</div><br><br>'}