Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπερωπός
ἀπέρωτος
ἄπες
ἄπεσθαι
ἀπεσθέομαι
ἀπεσθίω
ἀπεσκής
ἀπέσκληκα
ἀπεσκληρυμμένως
ἀπεσσία
ἀπεσσούα
ἀπεσσύμεθα
ἀπεστύς
ἀπεστώ
ἀπεσχαρόω
ἀπεσχαρωτικός
ἀπέτηλος
ἄπετρος
ἀπευδιασμός
View word page
ἀπεσκληρυμμένως
ἀπεσκληρυμμένως
, Adv.,(
ἀποσκληρύνω
)
, ἀ. ἔχων,=ἀπεσκληκώς,
AB
422
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπεσκληρυμμένως
Headword (normalized):
ἀπεσκληρυμμένως
Headword (normalized/stripped):
απεσκληρυμμενως
IDX:
11982
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11983
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεσκληρυμμένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">ἀποσκληρύνω</span>)<span class="foreign greek">, ἀ. ἔχων,=ἀπεσκληκώς,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 422 </span>.</div><br><br>'}