ἀπεσθίω
ἀπεσθίω, fut.
A). ἀπέδομαι Av. 26 : aor. part. ἀποφαγών Eq. 497 : pf. ἀπεδήδοκα Ra. 984 :— Pass., aor. 1 ἀπηδέσθην : pf. 138 ἀπεδήδεμαι HA 591a5 :— eat, gnaw off, τοὺς δακτύλους , cf. 24 Av. 26 ; ἀπεσθίει μου τὴν ἀκοήν ; 52 τίς τὴν κεφαλὴν ἀπεδήδοκεν τῆς μαινίδος; Ra. 984 ; ἀπεσθίελ τὴν ῥῖνα τἀνθρώπου . 25.61
II). leave off eating, τὰ πετραῖα τῶν ἰχθυδίων Theopomp. Com. 62 .