Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
ἀπερκτικός
ἀπεροπεύς
ἀπερριμμένως
ἀπέρρω
ἀπερρωγώς
ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάω
ἀπερυκάνω
ἀπερύκω
ἀπερυσιβόω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
ἀπερῶ
ἀπερωεύς
ἀπερωέω
ἀπερωπός
ἀπέρωτος
ἄπες
View word page
ἀπερυκάνω
ἀπερῡκάνω,=sq., Epic. Anon. Oxy. 422.6 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπερυκάνω
Headword (normalized):
ἀπερυκάνω
Headword (normalized/stripped):
απερυκανω
IDX:
11966
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11967
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερῡκάνω</span>,=sq., Epic.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anon.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Oxy.</span> 422.6 </span>.</div><br><br>'}