Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
ἀπερκτικός
ἀπεροπεύς
ἀπερριμμένως
ἀπέρρω
ἀπερρωγώς
ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάω
ἀπερυκάνω
ἀπερύκω
ἀπερυσιβόω
ἀπερύω
ἀπέρχομαι
View word page
ἀπεροπεύς
ἀπεροπεύς, έως, ,=ἠπεροτευτής, EM 433.45 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπεροπεύς
Headword (normalized):
ἀπεροπεύς
Headword (normalized/stripped):
απεροπευς
IDX:
11960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεροπεύς</span>, <span class="itype greek">έως</span>, <span class="gen greek">ὁ</span> <span class="foreign greek">,=ἠπεροτευτής,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:433:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:433.45/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 433.45 </a>.</div><br><br>'}