Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
ἀπερκτικός
ἀπεροπεύς
ἀπερριμμένως
ἀπέρρω
ἀπερρωγώς
ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάω
ἀπερυκάνω
ἀπερύκω
ἀπερυσιβόω
ἀπερύω
View word page
ἀπερκτικός
ἀπερκτικός,
A). = ἀπειρκτικός , prob.l. for παρεκτικός, Alex.Aphr. in Sens. 97 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπερκτικός
Headword (normalized):
ἀπερκτικός
Headword (normalized/stripped):
απερκτικος
IDX:
11959
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11960
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερκτικός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπειρκτικός</span> , prob.l. for <span class="foreign greek">παρεκτικός,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg007:97" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0732.tlg007:97/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Alex.Aphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Sens.</span> 97 </a>.</div> </div><br><br>'}