Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
ἀπερκτικός
ἀπεροπεύς
ἀπερριμμένως
ἀπέρρω
ἀπερρωγώς
ἀπερυγγάνω
ἀπερυθριάω
ἀπερυκάνω
ἀπερύκω
View word page
ἀπεριφρονήτως
ἀπερι-φρονήτως, Adv.
A). without malice prepense, ἀ. καὶ ἀκαταγνώστως Sammelb. 4774.5 .


ShortDef

without malice prepense

Debugging

Headword:
ἀπεριφρονήτως
Headword (normalized):
ἀπεριφρονήτως
Headword (normalized/stripped):
απεριφρονητως
IDX:
11957
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11958
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερι-φρονήτως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without malice prepense,</span> <span class="quote greek">ἀ. καὶ ἀκαταγνώστως</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4774.5 </span> .</div> </div><br><br>'}