Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσκοπος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίσσευτος
ἀπέρισσος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
ἀπεριφρονήτως
ἀπερίψυκτος
View word page
ἀπερίστικτος
ἀπερί-στικτος, ον,
A). not dotted round, opp. περιεστιγμένος, ἀ. διπλῆ Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; εὐθεῖα Gal. 19.750 .


ShortDef

not dotted round

Debugging

Headword:
ἀπερίστικτος
Headword (normalized):
ἀπερίστικτος
Headword (normalized/stripped):
απεριστικτος
IDX:
11948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11949
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερί-στικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not dotted round,</span> opp. <span class="foreign greek">περιεστιγμένος, ἀ. διπλῆ</span> Sch.Il.p.xliii Dind., etc.; <span class="quote greek">εὐθεῖα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.750 </span> .</div> </div><br><br>'}