Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσκοπος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίσσευτος
ἀπέρισσος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
ἀπερίφραστος
View word page
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερισσοτρύφητος [ῠ], ον,
A). not luxuriously fed, ὀϊζύς Timo 3 .


ShortDef

not luxuriously fed

Debugging

Headword:
ἀπερισσοτρύφητος
Headword (normalized):
ἀπερισσοτρύφητος
Headword (normalized/stripped):
απερισσοτρυφητος
IDX:
11946
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11947
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερισσοτρύφητος</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not luxuriously fed,</span> <span class="foreign greek">ὀϊζύς</span> Timo <span class="bibl"> 3 </span>.</div> </div><br><br>'}