Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσκοπος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίσσευτος
ἀπέρισσος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
ἀπεριφερής
View word page
ἀπέρισσος
ἀπέρισσος, ον,
A). v. ἀπέριττος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπέρισσος
Headword (normalized):
ἀπέρισσος
Headword (normalized/stripped):
απερισσος
IDX:
11945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπέρισσος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπέριττος.</span> </div> </div><br><br>'}