Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσκοπος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίσσευτος
ἀπέρισσος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
ἀπεριττότης
ἀπερίττωτος
View word page
ἀπερίσσευτος
ἀπερίσσευτος,
A). = ἀπέριττος , Phint. ap. Stob. 4.23.61a .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπερίσσευτος
Headword (normalized):
ἀπερίσσευτος
Headword (normalized/stripped):
απερισσευτος
IDX:
11944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερίσσευτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπέριττος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phint.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.23.61a </span>.</div> </div><br><br>'}