Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσκοπος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίσσευτος
ἀπέρισσος
ἀπερισσοτρύφητος
ἀπερίστατος
ἀπερίστικτος
ἀπερίτμητος
ἀπερίτρεπτος
ἀπερίτροπος
ἀπέριττος
View word page
ἀπερίσκοπος
ἀπερί-σκοπος, ον, = foreg., Suid.
A). s.v. ἀπερίγραπτοι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπερίσκοπος
Headword (normalized):
ἀπερίσκοπος
Headword (normalized/stripped):
απερισκοπος
IDX:
11942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11943
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερί-σκοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">ἀπερίγραπτοι.</span> </div> </div><br><br>'}