Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
ἀπερίπνευστος
ἀπερίπτυκτος
ἀπερίπτωτος
ἀπερισάλπιγκτος
ἀπερίσκεπτος
ἀπερίσκοπος
ἀπερίσπαστος
ἀπερίσσευτος
ἀπέρισσος
View word page
ἀπεριουσίαστος
ἀπερι-ουσίαστος, ον,
A). without wealth, Eust. 1768.54 .


ShortDef

without wealth

Debugging

Headword:
ἀπεριουσίαστος
Headword (normalized):
ἀπεριουσίαστος
Headword (normalized/stripped):
απεριουσιαστος
IDX:
11935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11936
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερι-ουσίαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without wealth,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1768:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1768.54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1768.54 </a>.</div> </div><br><br>'}