Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
ἀπεριπλάνητος
View word page
ἀπερικτύπητος
ἀπερι-κτύπητος [ῠ], ον,
A). not surrounded with noise, Suid.


ShortDef

not surrounded with noise

Debugging

Headword:
ἀπερικτύπητος
Headword (normalized):
ἀπερικτύπητος
Headword (normalized/stripped):
απερικτυπητος
IDX:
11926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11927
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερι-κτύπητος</span> <span class="pron greek">[ῠ]</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not surrounded with noise,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}