Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
ἀπεριουσίαστος
View word page
ἀπερίκτητος
ἀπερί-κτητος, ον,
A). not gaining wealth, Ptol. Tetr. 182 .


ShortDef

not gaining wealth

Debugging

Headword:
ἀπερίκτητος
Headword (normalized):
ἀπερίκτητος
Headword (normalized/stripped):
απερικτητος
IDX:
11925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερί-κτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not gaining wealth,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:182" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:182/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 182 </a>.</div> </div><br><br>'}