Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
ἀπερινόητος
ἀπερίοπτος
ἀπεριόριστος
View word page
ἀπερίκοπος
ἀπερί-κοπος, ον,
A). without hindrance or interruption, in Adv. -πως Tz.ad Lyc. 1432 .


ShortDef

without hindrance

Debugging

Headword:
ἀπερίκοπος
Headword (normalized):
ἀπερίκοπος
Headword (normalized/stripped):
απερικοπος
IDX:
11924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερί-κοπος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without hindrance</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">interruption,</span> in Adv. <span class="foreign greek">-πως</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 1432 </span>.</div> </div><br><br>'}