Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
ἀπερίλυτος
ἀπεριμάχητος
ἀπεριμέριμνος
View word page
ἀπεριθλάστως
ἀπερι-θλάστως, Adv.
A). without crushing, Sor. 2.60 .


ShortDef

without crushing

Debugging

Headword:
ἀπεριθλάστως
Headword (normalized):
ἀπεριθλάστως
Headword (normalized/stripped):
απεριθλαστως
IDX:
11921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11922
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερι-θλάστως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without crushing,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2:60" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:2.60/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 2.60 </a>.</div> </div><br><br>'}