Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδεισία
ἀδεισιβόας
ἀδεισιδαιμονία
ἀδεισιδαίμων
ἀδεισίθεος
ἀδέκαστος
ἀδεκάτευτος
ἄδεκτος
ἀδέλεσχος
ἀδελφεά
ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφή
ἀδελφιδέος
ἀδελφιδῆ
ἀδελφιδῆς
ἀδελφίδιον
ἀδελφίζω
ἀδελφικός
ἀδέλφιξις
ἀδέλφιον
ἀδελφίς
View word page
ἀδελφεοκτόνος
ἀδελφεοκτόνος, ον, Ion. for ἀδελφοκτόνος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδελφεοκτόνος
Headword (normalized):
ἀδελφεοκτόνος
Headword (normalized/stripped):
αδελφεοκτονος
IDX:
1191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1192
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδελφεοκτόνος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀδελφοκτόνος</span>.</div><br><br>'}