Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπέρημος
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
ἀπεριλάλητος
ἀπερίληπτος
View word page
ἀπερίζομαι
ἀπερίζομαι,
A). contend, Suid.


ShortDef

contend

Debugging

Headword:
ἀπερίζομαι
Headword (normalized):
ἀπερίζομαι
Headword (normalized/stripped):
απεριζομαι
IDX:
11918
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11919
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contend,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}