Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπέρημος
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
ἀπερίκοπος
ἀπερίκτητος
ἀπερικτύπητος
View word page
ἀπεριεργία
ἀπερι-εργία
,
ἡ
,
A).
artlessness,
Perict.
ap.
Stob.
4.28.19
.
ShortDef
artlessness
Debugging
Headword:
ἀπεριεργία
Headword (normalized):
ἀπεριεργία
Headword (normalized/stripped):
απεριεργια
IDX:
11916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11917
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερι-εργία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">artlessness,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Perict.</span> </span> ap.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 4.28.19 </span>.</div> </div><br><br>'}