Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπέρημος
ἀπερητύω
ἀπεριάγνιστος
ἀπερίβλητος
ἀπεριγένητος
ἀπερίγραπτος
ἀπερίγραφος
ἀπεριέργαστος
ἀπεριεργία
ἀπερίεργος
ἀπερίζομαι
ἀπεριήγητος
ἀπεριήχητος
ἀπεριθλάστως
ἀπερικάθαρτος
ἀπερικάλυπτος
View word page
ἀπερίγραπτος
ἀπερί-γραπτος, ον,
A). not cancelled, valid, διαθήκη PLond. 1.77.51 .


ShortDef

not cancelled, valid

Debugging

Headword:
ἀπερίγραπτος
Headword (normalized):
ἀπερίγραπτος
Headword (normalized/stripped):
απεριγραπτος
IDX:
11913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11914
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπερί-γραπτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not cancelled, valid,</span> <span class="quote greek">διαθήκη</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PLond.</span> 1.77.51 </span> .</div> </div><br><br>'}