Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπέραστος
ἀπερατέον
ἀπέρατος
ἀπέρατος
ἀπεράτωτος
ἀπεράω
ἀπεργάζομαι
ἀπεργασία
ἀπεργαστικός
ἄπεργος
ἀπέργω
ἀπέρδω
ἁπερεί
ἀπερείδω
ἀπερείσιος
ἀπέρεισις
ἀπέρεισμα
ἀπερεύγομαι
ἀπέρευξις
ἀπερημόομαι
ἀπέρημος
View word page
ἀπέργω
ἀπέργω,
A). v. ἀπείργω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπέργω
Headword (normalized):
ἀπέργω
Headword (normalized/stripped):
απεργω
IDX:
11898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11899
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπέργω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπείργω.</span> </div> </div><br><br>'}