Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
ἀπέμφασις
ἀπεμφερής
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναρίζω
ἀπενάσσατο
ἀπενδονικώς
ἀπένεικα
ἀπενεόομαι
ἀπενέπω
ἀπενθής
ἀπένθητος
ἀπενιαυτέω
ἀπενιαύτησις
ἀπενιαυτίζω
ἀπενιαυτισμός
ἀπεννέπω
View word page
ἀπενδονικώς
ἀπενδονικώς·
φυγών,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπενδονικώς
Headword (normalized):
ἀπενδονικώς
Headword (normalized/stripped):
απενδονικως
IDX:
11853
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11854
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπενδονικώς·</span> <span class="foreign greek">φυγών,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}