Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπεμπολάω
ἀπεμπολή
ἀπεμπόλησις
ἀπεμπολητής
ἀπεμφαίνω
ἀπέμφασις
ἀπεμφερής
ἀπέναντι
ἀπεναντίον
ἀπεναρίζω
ἀπενάσσατο
ἀπενδονικώς
ἀπένεικα
ἀπενεόομαι
ἀπενέπω
ἀπενθής
ἀπένθητος
ἀπενιαυτέω
ἀπενιαύτησις
ἀπενιαυτίζω
ἀπενιαυτισμός
View word page
ἀπενάσσατο
ἀπενάσσατο, 3 sg. aor. 1 Med. of ἀποναίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπενάσσατο
Headword (normalized):
ἀπενάσσατο
Headword (normalized/stripped):
απενασσατο
IDX:
11852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11853
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπενάσσατο</span>, 3 sg. aor. 1 Med. of <span class="foreign greek">ἀποναίω.</span> </div><br><br>'}