Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπελευθερισμός
ἀπελευθερίωσις
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπέληκα
ἀπελίσσω
ἀπέλκω
ἀπελλάζω
ἀπελλαῖα
Ἀπελλαῖος
ἀπελλακάς
ἀπέλλητος
ἀπελλόν
Ἀπέλλων
ἄπελος
ἀπελπίζω
ἀπελπισμός
View word page
ἀπέλκω
ἀπέλκω, Ion. for ἀφέλκω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπέλκω
Headword (normalized):
ἀπέλκω
Headword (normalized/stripped):
απελκω
IDX:
11826
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11827
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπέλκω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀφέλκω.</span> </div><br><br>'}