Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
ἀπελεγμός
ἀπελέγχω
ἀπέλεθρος
ἀπελέκητος
ἀπελευθερία
ἀπελευθεριάζω
ἀπελευθερικός
ἀπελευθερισμός
ἀπελευθερίωσις
ἀπελευθεριωτής
ἀπελεύθερος
ἀπελευθερόω
ἀπελευθέρωσις
ἀπελευθερωτικός
ἀπέλευσις
ἀπέληκα
ἀπελίσσω
ἀπέλκω
ἀπελλάζω
View word page
ἀπελευθερίωσις
ἀπελευθερ-ίωσις
,
εως
,
ἡ
, = foreg., ib.
190
(Phocis).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπελευθερίωσις
Headword (normalized):
ἀπελευθερίωσις
Headword (normalized/stripped):
απελευθεριωσις
IDX:
11817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11818
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπελευθερ-ίωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = foreg., ib.<span class="bibl"> 190 </span> (Phocis).</div><br><br>'}