Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπεκλέγομαι
ἀπεκλεκτικός
ἀπεκλογή
ἀπεκλούομαι
ἀπεκλύω
ἀπεκρίπτω
ἀπέκρυσις
ἀπέκτασις
ἀπεκτείνω
ἀπέκτητος
ἄπεκτος
ἀπεκφορέω
ἀπελασία
ἀπέλασις
ἀπέλαστος
ἀπελατέος
ἀπελάτης
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
ἀπελεγμός
View word page
ἀπέκτητος
ἀπέκτητος
,
ον
, = sq.,
AP
5.269
(Paul. Sil.).
ShortDef
uncombed
Debugging
Headword:
ἀπέκτητος
Headword (normalized):
ἀπέκτητος
Headword (normalized/stripped):
απεκτητος
IDX:
11799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11800
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπέκτητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AP</span> 5.269 </span> (Paul. Sil.).</div><br><br>'}