Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπέκιξα
ἀπεκλανθάνομαι
ἀπεκλέγομαι
ἀπεκλεκτικός
ἀπεκλογή
ἀπεκλούομαι
ἀπεκλύω
ἀπεκρίπτω
ἀπέκρυσις
ἀπέκτασις
ἀπεκτείνω
ἀπέκτητος
ἄπεκτος
ἀπεκφορέω
ἀπελασία
ἀπέλασις
ἀπέλαστος
ἀπελατέος
ἀπελάτης
ἀπελαύνω
ἀπελεγκτής
View word page
ἀπεκτείνω
ἀπεκ-τείνω
,
A).
draw off,
τῆς θερμασίας ἐν τοῖς ἀγγείοις ἀπεκταθείσης
Gal.
17(1).114
.
ShortDef
draw off
Debugging
Headword:
ἀπεκτείνω
Headword (normalized):
ἀπεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
απεκτεινω
IDX:
11798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-11799
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπεκ-τείνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">draw off,</span> <span class="quote greek">τῆς θερμασίας ἐν τοῖς ἀγγείοις ἀπεκταθείσης</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 17(1).114 </span> .</div> </div><br><br>'}